διχαλωτός


διχαλωτός
Προφορά

Ετυμολογία
διχαλωτός διχάλα

Ερμηνεία
επίθετο┘ διχαλωτός -ή, -ό

✦ που έχει διχάλα ή που μοιάζει με διχάλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
διχαλωτά:έφερα διχαλωτά τα δύο δάχτυλα στο στόμα κι άρχισα να σφυρίζω (Διδώ Σωτηρίου)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.