διφορούμενος


διφορούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
διφορούμενος μτχ. του μεταγενέστερη ελληνική διφοροῦμαι

Ερμηνεία
διφορούμενος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) ο επιδεχόμενος δύο ερμηνείες: έννοια διφορούμενη
(μτφ. ) ασαφής, αβέβαιος: στάση διφορούμενη

Συνώνυμα
αμφιλεγόμενος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.