διφθεριτικός


διφθεριτικός
Προφορά

Ετυμολογία
διφθεριτικός διφθερίτις

Ερμηνεία
επίθετο┘ διφθεριτικός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στη διφθερίτιδα
✦ που πάσχει από διφθερίτιδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.