διπολισμός


διπολισμός
Προφορά

Ετυμολογία
διπολισμός δις + πόλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διπολισμός

✦ η λ. χρησιμοποιείται, συνήθ., για το διεθνές σύστημα οικονομικών και πολιτικών σχέσεων που καθορίζεται από δύο ανταγωνιστικά κέντρα δύναμης (πόλοι)
✦ η λ., επίσης, για την πολιτική ζωή και κατάσταση χώρας στην οποία κυριαρχούν δύο κόμματα ή πρόσωπα που ανταγωνίζονται για την εξουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.