διπλώτρια


διπλώτρια
Προφορά

Ετυμολογία
διπλώτρια διπλώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διπλώτρια

✦ θηλ. διπλώτρια εργάτης που ασχολείται με το δίπλωμα υφασμάτων, χαρτιού, εντύπων κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.