διπλωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
διπλωτικός διπλωτής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διπλωτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στο δίπλωμα ή ο κατάλληλος γι’ αυτό: διπλωτική μηχανή
✦ πληθ. ουδ. διπλωτικά ως ουσ., δαπάνη για το δίπλωμα ιδ. εντύπων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–