διπλωπία


διπλωπία
Προφορά

Ετυμολογία
διπλωπία διπλός + αρχαία ελληνική ὤψ, ὠπός (= βλέμμα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διπλωπία

✦ παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο άρρωστος βλέπει τα αντικείμενα διπλά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.