διπλωπία Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply διπλωπίαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/διπλωπία.mp3Ετυμολογίαδιπλωπία διπλός + αρχαία ελληνική ὤψ, ὠπός (= βλέμμα) Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η διπλωπία ✦ παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο άρρωστος βλέπει τα αντικείμενα διπλά Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–