διπλωμάτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
διπλωμάτισσα δίπλωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο διπλωμάτισσα
✦ θηλ. διπλωμάτισσα (Κ -τις, -ιδος) επίσημος αντιπρόσωπος μιας κυβερνήσεως σε ξένη χώρα
✦ (γεν.) ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου εξωτερικών
✦ (μτφ. ) επιτήδειος στις συναλλαγές, στις διαπραγματεύσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–