διπλοψηφία


διπλοψηφία
Προφορά

Ετυμολογία
διπλοψηφία διπλοψηφίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διπλοψηφία

✦ το να ψηφίζει κανείς δυο φορές στην ίδια εκλογή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.