διοχέτευση


διοχέτευση
Προφορά

Ετυμολογία
διοχέτευση διοχετεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διοχέτευση

✦ μεταφορά υγρού ή αερίου με αγωγό
✦ μεταβίβαση πλούτου, ιδεών κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.