διουρητικός


διουρητικός
Προφορά

Ετυμολογία
διουρητικός αρχαία ελληνική ρ. διουρέω -ῶ

Ερμηνεία
επίθετο┘ διουρητικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί ή διευκολύνει την ούρηση: φάρμακο διουρητικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.