διοριστήριος


διοριστήριος
Προφορά

Ετυμολογία
διοριστήριος διορίζω

Ερμηνεία
διοριστήριος

✦ -ια, -ο επίθ. εύχρ. στο ουδ. διοριστήριο (έγγραφο), έγγραφο στο οποίο αναγράφεται ο διορισμός προσώπου σε δημόσια ή άλλη θέση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.