διορθώτρια


διορθώτρια
Προφορά

Ετυμολογία
διορθώτρια μεταγενέστερη ελληνική διορθωτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διορθώτρια

✦ θηλ. διορθώτρια αυτός που διορθώνει κάτι
✦ (ειδ.) ο επιμελούμενος τη διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.