διοπτεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply διοπτεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/διοπτεύω.mp3Ετυμολογίαδιοπτεύω αρχαία ελληνική διοπτεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ διοπτεύω ✦ εξετάζω, παρατηρώ με διόπτρα ✦ (ναυτ.) καθορίζω τη θέση πλοίου παρατηρώντας σημείο στην ξηρά ή θάλασσα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–