δικός


δικός
Προφορά

Ετυμολογία
δικός αρχαία ελληνική ἰδικός

Ερμηνεία
δικός

✦ -ή, -ό αντων. (με τις προσωπ. αντωνυμ. μου, σου, του, μας, σας, τους) ως κτητ. αντων., ο οικείος, που συνδέεται στενά με κάποιον
✦ που ανήκει σε κάποιον
✦ οι δικοί, οι στενοί συγγενείς ή οι ομόφρονες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.