δικοτυλήδονος


δικοτυλήδονος
Προφορά

Ετυμολογία
δικοτυλήδονος δις + αρχαία ελληνική κοτυληδών (= κοιλότητα σε σχήμα ποτηριού)

Ερμηνεία
επίθετο┘ δικοτυλήδονος -η, -ο

✦ που έχει σπέρματα με δύο κοτυληδόνες
✦ τα δικοτυλήδονα ως ουσ., κατηγορία φανερόγαμων φυτών: τα μονοκοτυλήδονα και τα δικοτυλήδονα ανθίζανε στον κάμπο (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.