δικλίδα


δικλίδα
Προφορά

Ετυμολογία
δικλίδα αρχαία ελληνική δικλίς, β΄ συνθετ. κλίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δικλίδα

✦ βαλβίδα που επιτρέπει τη δίοδο υγρών ή αερίων κατά μια διεύθυνση και εμποδίζει την επιστροφή κατά την αντίθετη
✦ ασφαλιστική δικλίδα, καθετί που προστατεύει ή ασφαλίζει από πιθανούς κινδύνους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.