δικανικός


δικανικός
Προφορά

Ετυμολογία
δικανικός αρχαία ελληνική δικανικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ δικανικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τις δίκες ή τα δικαστήρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
δικανικά (Κ δικανικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.