δικαιώνω


δικαιώνω
Προφορά

Ετυμολογία
δικαιώνω αρχαία ελληνική δικαιόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα δικαιώνω

✦ αποδίνω δίκαιο, αναγνωρίζω κάτι ως δίκαιο
✦ επιβεβαιώνω την ορθότητα απόψεων, προβλέψεων κτλ.: τα γεγονότα τον δικαίωσαν
✦ (μέσ.) δικαιώνομαι, βρίσκω το δίκιο μου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.