δικαιωτής
Προφορά
Ετυμολογία
δικαιωτής μεταγενέστερη ελληνική δικαιωτής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δικαιωτής
✦ αυτός που απονέμει δίκαιο, κριτής: ο θάνατος έρχεται κοντά του σαν φίλος, σαν υπέρτατος δικαιωτής της ζωής του (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–