δικαιούχος


δικαιούχος
Προφορά

Ετυμολογία
δικαιούχος δίκαιος + έχω

Ερμηνεία
δικαιούχος

✦ -ούχος, -ούχο επίθ. (Κ -ος, -ον) (για πρόσ.) που έχει δικαίωμα να πάρει κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.