δικαιολογητικός


δικαιολογητικός
Προφορά

Ετυμολογία
δικαιολογητικός δικαιολογώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ δικαιολογητικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος για δικαιολόγηση
✦ πληθ. ουδ. τα δικαιολογητικά ως ουσ., έγγραφα που αποδείχνουν τη νομιμότητα αιτήματος, αξιώσεως κτλ.

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
δικαιολογητικά (Κ δικαιολογητικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.