δικαιοδοσία


δικαιοδοσία
Προφορά

Ετυμολογία
δικαιοδοσία μεταγενέστερη ελληνική δικαιοδοσία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δικαιοδοσία

✦ εξουσία που δίνεται σε κάποιον με νόμο, με εντολή ανωτέρου κτλ., να ενεργεί ή να κρίνει σε καθορισμένα όρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.