διθυραμβικός


διθυραμβικός
Προφορά

Ετυμολογία
διθυραμβικός αρχαία ελληνική διθυραμβικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διθυραμβικός -ή, -ό

✦ ο του διθυράμβου, που έχει τη μορφή του διθυράμβου: διθυραμβικά ποιήματα
(μτφ. ) ενθουσιαστικός, θερμά εγκωμιαστικός: διθυραμβικές κρίσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
διθυραμβικά (Κ διθυραμβικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.