διηνεκής


διηνεκής
Προφορά

Ετυμολογία
διηνεκής αρχαία ελληνική διηνεκής

Ερμηνεία
επίθετο┘ διηνεκής -ής, -ές

✦ διαρκής, ακατάπαυστος: η πατρίς μας δεν δύναται να ευρίσκεται εις διηνεκή πόλεμον μετά της Σπάρτης (Άγγ. Βλάχος)
✦ φρ. εις το διηνεκές, χωρίς διαλείμματα, αδιάκοπα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
διηνεκώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.