διημερίδα


διημερίδα
Προφορά

Ετυμολογία
διημερίδα διήμερος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διημερίδα

✦ πολιτιστική, επιστημονική ή αθλητική εκδήλωση που διαρκεί δύο ημέρες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.