διηγήτρα
Προφορά
Ετυμολογία
διηγήτρα μεταγενέστερη ελληνική διηγητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο διηγήτρα
✦ θηλ. διηγήτρα αυτός που διηγείται κάτι, αφηγητής: και κάρφωνα τα μάτια μου στη διηγήτρα (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–