διευρυνσίας
Προφορά
Ετυμολογία
διευρυνσίας διευρύνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο διευρυνσίας
✦ που συντελεί στη διεύρυνση· η λ. χρησιμοποιείται, ιδ. στην πολιτική, για πρόσωπο που μεταπηδά σε κόμμα που έχει διευρύνει την ιδεολογική ή πολιτική του βάση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–