διευθέτηση


διευθέτηση
Προφορά

Ετυμολογία
διευθέτηση διευθετώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διευθέτηση

✦ τακτοποίηση
(μτφ. ) εξομάλυνση, διακανονισμός: διευθέτηση της κρίσεως – των διαφορών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.