διετής


διετής
Προφορά

Ετυμολογία
διετής αρχαία ελληνική διετής

Ερμηνεία
επίθετο┘ διετής -ής, -ές

✦ που έχει ηλικία ή διάρκεια δύο ετών
✦ μαθητής που φοιτά για δεύτερη χρονιά στην ίδια τάξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.