διεργασία


διεργασία
Προφορά

Ετυμολογία
διεργασία αρχαία ελληνική διεργάζομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διεργασία

✦ επεξεργασία (βλ. λ.)
(μτφ. ) πολιτική ενέργεια που προετοιμάζει κάποια νέα κατάσταση, ζύμωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.