διεκτραγωδώ


διεκτραγωδώ
Προφορά

Ετυμολογία
διεκτραγωδώ διά + εκ + αρχαία ελληνική τραγωδέω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα διεκτραγωδώ -είς, -εί

✦ αφηγούμαι με τραγικό ύφος: με δάκρυα στα μάτια, διεκτραγωδούσαν τα παθήματά τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.