διεκπεραίωση


διεκπεραίωση
Προφορά

Ετυμολογία
διεκπεραίωση διεκπεραιώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διεκπεραίωση

✦ εκτέλεση υπηρεσίας ή εντολής
✦ αποπεράτωση
✦ καταχώριση και αποστολή εγγράφων, εντύπων κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.