διεκδίκηση


διεκδίκηση
Προφορά

Ετυμολογία
διεκδίκηση διεκδικώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διεκδίκηση

✦ αγώνας για την απόκτηση ή διατήρηση δικαιώματος ή άλλου αγαθού: οι διεκδικήσεις των εργαζομένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.