διεγερτικός


διεγερτικός
Προφορά

Ετυμολογία
διεγερτικός μεταγενέστερη ελληνική διεγερτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διεγερτικός -ή, -ό

✦ ικανός, κατάλληλος να διεγείρει: διεγερτικά φάρμακα

Συνώνυμα

Αντίθετα
ηρεμιστικός
Επιρρήματα
διεγερτικά (Κ διεγερτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.