διεγερσιμότητα


διεγερσιμότητα
Προφορά

Ετυμολογία
διεγερσιμότητα διεγέρσιμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διεγερσιμότητα

✦ η ιδιότητα των οργανισμών να μεταβάλλονται υπό την επίδραση ενός αιτίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.