διεγέρτρια


διεγέρτρια
Προφορά

Ετυμολογία
διεγέρτρια διεγείρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διεγέρτρια

✦ θηλ. διεγέρτρια (Κ -τις, -ιδος) που διεγείρει, εξεγείρει: διεγέρτης του λαού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.