διείσδυση


διείσδυση
Προφορά

Ετυμολογία
διείσδυση διεισδύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διείσδυση

✦ εισχώρηση
✦ εμβάθυνση
✦ (φυσ.) αυτόματη ανάμειξη ρευστών και αερίων διάφορου ειδικού βάρους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.