διδαχή
Προφορά
Ετυμολογία
διδαχή αρχαία ελληνική διδαχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διδαχή
✦ διδασκαλία
✦ θρησκευτικό κήρυγμα
✦ σύνολο ηθικών αρχών και κανόνων: μας άφησε την καλύτερή του διδαχή. Μας έμαθε τι θα πει ειλικρίνεια και τέχνη (Γ. Ψυχάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–