διδακτικός


διδακτικός
Προφορά

Ετυμολογία
διδακτικός μεταγενέστερη ελληνική διδακτικός

Ερμηνεία
διδακτικός

✦ κ. διδαχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτική, -όν) ο σχετικός με τη διδασκαλία
✦ ο κατάλληλος ή ικανός να διδάσκει
✦ που δίνει διδάγματα
✦ σχολικός: διδακτικά βιβλία
✦ θηλ. η διδακτική ως ουσ., κλάδος της παιδαγωγικής, που ασχολείται με τις μεθόδους διδασκαλίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
διδακτικά κ.διδαχτικά (Κ διδακτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.