διδάκτορας


διδάκτορας
Προφορά

Ετυμολογία
διδάκτορας διδάσκω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διδάκτορας

✦ τίτλος που δίνεται σε πτυχιούχο πανεπιστημίου, αφού εγκριθεί από την αρμόδια σχολή, πρωτότυπη πραγματεία του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.