διγλώχιν


διγλώχιν
Προφορά

Ετυμολογία
διγλώχιν αρχαία ελληνική διγλῶχιν

Ερμηνεία
διγλώχιν

✦ -ινος (ο, η) επίθ. (ανατ.) διγλώχιν βαλβίς, η κολποκοιλιακή βαλβίδα της αριστερής κοιλίας της καρδιάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.