διγενής


διγενής
Προφορά

Ετυμολογία
διγενής δις + γένος

Ερμηνεία
επίθετο┘ διγενής -ής, -ές

✦ ο καταγόμενος από δύο γένη ή από δύο εθνότητες
✦ (γραμμ.) που έχει δύο γένη: επίθετο – ουσιαστικό διγενές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.