διασπορά


διασπορά
Προφορά

Ετυμολογία
διασπορά αρχαία ελληνική διασπορά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διασπορά

✦ διασκορπισμός: οι Έλληνες της διασποράς, οι διασκορπισμένοι σε ξένες χώρες
✦ διάδοση: κατηγορείται για διασπορά ειδήσεων, που μπορούν να προκαλέσουν ανησυχίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.