διασπαστικός


διασπαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
διασπαστικός διασπώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ διασπαστικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να προκαλέσει διάσπαση: διασπαστικές ενέργειες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.