διασκόπιο


διασκόπιο
Προφορά

Ετυμολογία
διασκόπιο διά + σκοπώ• └γαλλ┘ diascope

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το διασκόπιο

✦ όργανο για την προβολή διαφανειών (σλάιντς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.