διασκευή
Προφορά
Ετυμολογία
διασκευή μεταγενέστερη ελληνική διασκευή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διασκευή
✦ διόρθωση
✦ τακτοποίηση
✦ επεξεργασία, ανάπλαση λογοτεχνικού, θεατρικού, μουσικού έργου, που οδηγεί σε νέα, προσφορότερη μορφή: έγιναν της μόδας οι διασκευές μυθιστορημάτων για το θέατρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–