διασκευάστρια


διασκευάστρια
Προφορά

Ετυμολογία
διασκευάστρια διασκευάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διασκευάστρια

✦ θηλ. διασκευάστρια ο αναμορφωτής έργου λογοτεχνικού, μουσικού, θεατρικού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.