διασκεπτήριος


διασκεπτήριος
Προφορά

Ετυμολογία
διασκεπτήριος διασκέπτομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ διασκεπτήριος -α, -ο

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στη διάσκεψη, διασκεπτικός
✦ ουδ. διασκεπτήριο ως ουσ., τόπος όπου διεξάγεται διάσκεψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.