διασκελισμός


διασκελισμός
Προφορά

Ετυμολογία
διασκελισμός διασκελίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διασκελισμός

✦ διασκέλισμα
✦ στην ποίηση, η μη ολοκλήρωση του νοήματος στο τέλος του στίχου και η συνέχιση στον επόμενο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.